πνευματοποιόν

πνευματοποιόν
πνευματοποιός
producing flatulence
masc/fem acc sg
πνευματοποιός
producing flatulence
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πνευματοποιός — όν, ΜΑ 1. αυτός που δημιουργεί φύσα, φούσκωμα («πνευματοποιὸν καὶ δύσπεπτον», Απολλ.) 2. αυτός που παράγει πνεύμα, πνοή 3. αυτός που προκαλεί ρεύμα αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”